πολιτοκάπηλος

πολιτοκάπηλος
πολιτοκάπηλος
jobber in public offices
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολιτοκάπηλος — ὁ, Α αυτός που εμπορεύεται τις δημόσιες θέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολίτης + κάπηλος (πρβλ. ανδρο κάπηλος, σωματο κάπηλος)] …   Dictionary of Greek

  • κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”